- σχεδιογράφηση
- [-ις (-εως)] η см. σχεδίασμα 1, 3
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σχεδιογράφηση — και σχεδιαγράφηση, η, Ν η ενέργεια τού σχεδιογραφώ, η απεικόνιση ενός αντικειμένου με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδιογραφώ / σχεδιαγραφώ. Ο τ. σχεδιογράφησις μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν… … Dictionary of Greek
σχεδιογράφηση — η βλ. σχεδιαγράφηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχεδίαση — η, Ν 1. η ενέργεια τού σχεδιάζω, σχεδιογράφηση 2. απεικόνιση ενός αντικειμένου σε γενικές γραμμές χωρίς να δίνεται έμφαση στις λεπτομέρειες 3. φρ. α) «ηλεκτρονική σχεδίαση» τεχνολ. δημιουργία τεχνικών ή καλλιτεχνικών σχεδίων με τη βοήθεια… … Dictionary of Greek
σχεδιαγράφηση — η, Ν βλ. σχεδιογράφηση … Dictionary of Greek